Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Ο αγαπημένος συγγραφέας & καθηγητής Οδυσσέας Κουμαδωράκηςγράφει για τις "Ερωμένες στον καμβά"

Αποτέλεσμα εικόνας για Οδυσσέας Κουμαδωράκης
Ο αγαπημένος συγγραφέας & καθηγητής Οδυσσέας Κουμαδωράκηςγράφει για τις "Ερωμένες στον καμβά".
Ένα κείμενο κατατοπιστικό, εμπνευσμένο.
Τον ευχαριστώ θερμά.
Το έργο "Ερωμένες στον καμβά" της Σοφίας Καψούρου συγκλονίζει για την πρωτοτυπία του θέματος, τις ιστορικές γνώσεις της συγγραφέως, τις λογοτεχνικές αναζητήσεις, την καλλιτεχνική της φλέβα και την ευαισθησία της σε θέματα κοινωνιολογικού ενδιαφέρ
οντος, καθώς και τον μοντέρνο τρόπο γραφής.
"Η Τέχνη είναι πάθος. Δεν την παντρεύεσαι νόμιμα. Τη βιάζεις", είχε πει ο Εντγκάρ Ντεγκά το 19ο αι. Στο έργο αυτό η συγγραφέας, Σοφία Καψούρου, εστιάζει στην Τέχνη. Πιο συγκεκριμένα, στη ζωγραφική απεικόνιση της γυναίκας και μάλιστα της γυναίκας- ερωμένης, η οποία πέφτει θύμα «βιασμού». Είναι μοντέλο, μούσα, πηγή έμπνευσης και ηδονής, αντικείμενο πόθου και καλλιτεχνικής λύτρωσης, για να αναδειχθεί και να εξυμνηθεί μέσα από την εικονιστική της παρουσία ο άνδρας- καλλιτέχνης, ο άνδρας- εραστής, ο άνδρας- θεός. Η ίδια όμως η γυναίκα- μοντέλο- ερωμένη τι κερδίζει; Πίσω από έναν άνδρα ζωγράφο κρύβεται μια αιθέρια ύπαρξη που εμπνέει τον έρωτα και το πάθος, που ζει την κάθε στιγμή σαν αιωνιότητα, που παραδίδεται ψυχή τε και σώματι, αλλά στο τέλος μένει μόνη, ανολοκλήρωτη, εγκαταλελειμμένη από τον εραστή της, χωρίς αγάπη, χωρίς κατανόηση για το προσωπικό της δράμα, χωρίς ανταπόκριση στα όνειρά της. Αναρίθμητα παραδείγματα τέτοιων γυναικών, επώνυμων και ανώνυμων, μοντέλων ή μη. Ποιος, αλήθεια, τα μέτρησε ποτέ;
Η επιλογή του θέματος και η λογοτεχνική του επεξεργασία φανερώνει την ευαισθησία της συγγραφέως απέναντι στο γυναικείο φύλο και την ιστορική αδικία, την οποία βίωσαν οι γυναίκες στο πλαίσιο της πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας διαμέσου των αιώνων. Εκεί στοχεύει και η αναφορά στην Υπατία, χαρακτηριστικό παράδειγμα γυναίκας που έπεσε θύμα της ανδρικής μανίας, «επειδή ήταν και αστρονόμος και μαθηματικός και φιλόσοφος και γυναίκα». Η αδικία αυτή και τα βάρη που φορτώθηκαν οι γυναίκες δεν απουσιάζουν από τον χώρο της τέχνης. Πηγή συνειδητοποίησης και στοχασμού αποτέλεσαν οι εικόνες- πορτραίτα γυναικών από την καθημερινή ζωή, όπως αποκαλύπτει η ίδια η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου της: «Στην Τσώκρη, στο Άργος, στο δρόμο που μεγάλωσα, είδα τα πρώτα μου πορτρέτα. Φορναρίνες, Ισαβέλλες της Αραγωνίας, Τζοκόντες, Γαλατούδες, Λουόμενες, Πλύστρες, Ωραίες Ρωμαίες, Λούνιες, Τσεκόφσκες, θλιμμένες Ζαν…Άλλες δεν έβλεπαν καλά, άλλες δεν άκουγαν καλά κι άλλες δε ζούσανε καλά, αλλά όλες με βλέμμα στο κενό, ακίνητες, πόζαραν».
Η συγγραφέας επιλέγει δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ερωμένων στον καμβά. Η πρώτη είναι ερωμένη του Ραφαήλ, ζωγράφου της Αναγέννησης, ο οποίος την απεικόνισε σε πίνακα που φιλοτέχνησε το διάστημα 1518- 19, λίγο πριν πεθάνει. Το όνομά της Μαργκερίτα Λούτι. Το παρατσούκλι της Φορναρίνα, η κόρη του φούρναρη. Στην 2η πράξη του έργου η Φορναρίνα ζωντανεύει, βγαίνει από τον πίνακά της και αφηγείται τη ζωή της με τον Ραφαήλ. Απλή, λαϊκή, δροσερή και όμορφη παραδίδεται στον έρωτά του και αποτελεί γι’ αυτόν αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Ο Ραφαήλ, όμως, την προδίδει από τη στιγμή που αποφασίζει να παντρευτεί την από το 1514 αρραβωνιαστικιά του Μαρία Μπιμπιένα, ανιψιά του καρδιναλίου Ντοβίτσι ντι Μπιμπιένα ∙ «Αποφάσισα πως θέλω την υπόλοιπη ζωή μου να ξυπνάω και ν’ αντικρίζω το πρόσωπο μίας γυναίκας. Κι αυτή η γυναίκα είναι η μνηστή μου, η Μαρία», της αποκαλύπτει. Δεν προλαβαίνει, γιατί τον βρίσκει ο θάνατος, βαριά άρρωστο στο κρεβάτι με την Μαργκερίτα- και όχι τη Μπιμπιένα- να του δροσίζει το μέτωπο και να του συμπαραστέκεται μέχρι την τελευταία στιγμή. Πρόκειται για θεία Δικαιοσύνη; Η δεύτερη πράξη ολοκληρώνεται με την Μαργκερίτα να γίνεται θύμα της κοινωνικής κατακραυγής. Ούτε, όμως, αυτό λυγίζει την γυναίκα- πρώην- ή μήπως αιώνια- ερωμένη να απαρνηθεί τα βαθιά αισθήματα που τρέφει για τον Ραφαήλο της. Κλεισμένη σε μοναστήρι εξομολογείται: «Δε θυμάμαι τίποτα παρά μόνο ότι στον ύπνο μου για τέσσερα χρόνια έβλεπα εφιάλτες. Έβλεπα το Ραφαήλο μου κάθε νύχτα κι έκλαιγα». Η τελευταία πράξη απόλυτης αφοσίωσης και αγάπης είναι η κλοπή των οστών του: «Από ‘δω και πέρα ο Ραφαήλος μου θα κοιμάται μαζί μου».
Το δεύτερο παράδειγμα γυναίκας- ερωμένης στον καμβά είναι αυτό της Γαλλίδας Ζαν Εμπιτέρν Η Ζαν είναι η μούσα του Μοντιλιάνι, Ιταλού ζωγράφου και γλύπτη, ανθρώπου φιλάσθενου με ανήσυχο πνεύμα, εκκεντρικού, που ζει μέσα στις καταχρήσεις και τον αγοραίο έρωτα. Όπως και η Μαργκερίτα έτσι και η Ζαν ζωντανεύει και αφηγείται την ιστορία της με τον Μοντί στην 3η πράξη του έργου. Γνωρίζονται το 1918, όταν η Ζαν είναι 19 χρονών φοιτήτρια στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, ενώ εκείνος έχει πατήσει ήδη τα 33. Ο Μοντιλιάνι ζωγραφίζει τη Ζαν μέρα και νύχτα: «η Ζαν με καπέλο. Η Ζαν με άσπρο φόρεμα. Η Ζαν με μπλε μάτια. Η Ζαν θλιμμένη, η Ζαν μελαγχολική. Η Ζαν… η Ζαν…». Η σχέση τους ολοκληρώνεται με την απόκτηση ενός παιδιού. Δεν παντρεύονται ποτέ. Και ο Μοντιλιάνι φαίνεται ότι ποτέ δεν απαρνιέται τις συνήθειές του ∙ το ποτό, τα ναρκωτικά, τα ξενύχτια και τις ατέρμονες εξόδους. Δεν αλλάζει ζωή. «Μα… είσαι γεννημένος για την προδοσία, αγάπη μου! Είσαι γεννημένος για να προδίδεις όποιον σ’ αγαπάει». Η Ζαν αντίθετα απαρνιέται τα πάντα ∙ τους γονείς, την άνετη και ευυπόληπτη ζωή, έναν έντιμο γάμο σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, την κοινωνική καταξίωση, την ενασχόληση με τη ζωγραφική τέχνη. Είναι πνεύμα ελεύθερο. Κάνει την επιλογή της και αφοσιώνεται σε αυτόν μέχρι το τέλος. Μαζί στον έρωτα, μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο. Η υπέρτατη εκούσια θυσία είναι ακριβώς αυτή ∙ η αυτοκτονία της μετά το θάνατό του. Μαζί της παίρνει και το δεύτερο παιδί που κυοφορεί. «Γι’ αυτό πήγαινε εσύ τώρα και θα ‘ρθω και ‘γω… σε λίγο. Έχουμε ζωή ακόμα… Έρχομαι.» Σε αντίθεση με την Μαργκερίτα η δεύτερη ηρωίδα δεν είναι μια αυθόρμητη λαϊκή γυναίκα. Η αφήγησή της φανερώνει άνθρωπο με άποψη. Ενθαρρύνει τον Μοντιλιάνι στις δύσκολες στιγμές, αλλά συνάμα καυτηριάζει τις πράξεις του και συνειδητοποιεί βαθύτατα το κενό που υπάρχει μέσα της: «Με στράγγιξες, Μοντί. Από θάλασσα μ’ έκανες σταγόνα. Από κόκκινο, ώχρα. Ξεθωριάζω».
Αναρωτιέται ο αναγνώστης γιατί οι δύο αυτές γυναίκες θυσιάζονται για τους εραστές τους. Η ίδια η συγγραφέας σε συνέντευξή της στο Sin Radio στις 30 Ιανουαρίου 2016 απαντά «Η επιλογή στον έρωτα αρχίζει εκεί που τελειώνει η εξουσία του πάθους και η εξουσία του πάθους αρχίζει εκεί που τελειώνει η επιλογή. Τα δυνατά πάθη σε ρουφάνε. Στροβιλίζεσαι γύρω από τον εαυτό σου. Κι ας ξέρεις κολύμπι… Δορυφόροι είναι οι ερωμένες γύρω από τους πλανήτες καλλιτέχνες. Και το φεγγάρι δορυφόρος είναι. Της γης. Αλλά δείξτε μου κάτι πιο όμορφο από το φεγγάρι και θα σας πω «Κανείς δε χρειάζεται τις ερωμένες». Αλλά δείξτε μου». Επιπρόσθετα, κυριαρχούνται από βαθιά αισθήματα. Δεν εννοώ μόνο την ερωτική αγάπη. Στη σχέση τους με τους εραστές και στον τρόπο με τον οποίο τους φροντίζουν θα έλεγα ότι διακρίνεται το μητρικό φίλτρο, η μητρική στοργή.
Αναφορικά με τον τρόπο γραφής στην 2η και 3η πράξη η συγγραφέας ακολουθεί έναν αφηγηματικό χρονικό άξονα που ξεκινάει από την γνωριμία των ζωγράφων με τα μοντέλα- ερωμένες μέχρι τον θάνατο των ζωγράφων και την τύχη των ερωμένων τους. Η αφήγηση πολλές φορές διακόπτεται από τους στοχασμούς και τα σχόλια των ηρωίδων. Γεγονότα της καθημερινής ζωής που τις σημάδεψαν ανεπανόρθωτα, συναισθηματικές καταστάσεις, ψυχικές οδύνες ∙ το κείμενο είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στην λογική και την υπέρβασή της- ειδικότερα μέσω της ευρηματικής υπερφυσικής επιστροφής των ερωμένων (μήπως το πορτρέτο ταυτίζεται στο έργο με τον τάφο, όπως το συναντάμε σε λαϊκές αφηγήσεις και δημοτικά τραγούδια;) ∙ ένα παιχνίδι ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον συγκρατημένο λυρισμό, ακριβώς γιατί η συγγραφέας φωτίζει την κρυμμένη πίσω από τον καμβά αλήθεια. Η λεπτή ειρωνεία ενισχύει τη ρεαλιστική γραφή. Παράλληλα, υπάρχουν τολμηρές εικόνες και μεταφορές, παραφθορές λογοτεχνικών φράσεων, καθώς και ανοίκειες γλωσσικές συνδέσεις. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
"Των ερωμένων φυγείν αδύνατον"
"Αγαπημένη μου, αιωνίας αυτή η κνήμη"
"Ονειροφάγος ο έρωτας"
"Η λυχνία των μεθυσμένων"
"Σαν δαίμονας παίζεις το καπρίτσιο σου, με το δεξί χέρι δίνεις σινιάλο στην ψυχή ν’ ανθίσει"
"Με ψωμί γεμίζουν τα φεγγάρια/ με ψέματα αδειάζουν"
"Τα έργα σου στην αρχή ήταν στοιβαγμένα σε ένα πανέρι από λυγαριά, μετά σκαρφάλωσαν στα ψηλά, τα κρέμασαν στον τοίχο"
"Φτύνει το αίμα που μου ρούφηξε, τέσσερα χρόνια τώρα"…
Το θεατρικό της έργο είναι ένας ύμνος στις γυναίκες που λατρεύτηκαν αλλά έμειναν μόνες ∙ ένας ύμνος στις αιώνιες ερωμένες. Αυτό γίνεται φανερό από την αρχή μέχρι το τέλος μέσα από την κυκλική σύνθεση της 1ης και 4ης πράξης: μια μελαχρινή και μια ξανθιά ερωμένη κάνουν ένα δραματικό απολογισμό μέσα από έναν κατάλογο γυναικών που ερωτεύτηκαν αλλά δεν παντρεύτηκαν ποτέ, φτωχών, μικροαστικών οικογενειών, βασιλισσών, γυναικών που κάηκαν ή αποκεφαλίσθηκαν ή αυτοκτόνησαν, γυναικών που εγκαταλείφθηκαν. Το κοινό σημείο όλων αυτών ήταν η κοινή επιθυμία: «να πεθάνουν στην αγκαλιά του αγαπημένου τους», να αγαπηθούν.
Οδυσσέας Κουμαδωράκης
Καθηγητής- συγγραφέας